άπλερος

άπλερος
-η, -ο
αμέστωτος, τρυφερός: Το παιδί της ήταν ακόμη λεχούδι άπλερο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • άπλερος — η, ο 1. ο ασχημάτιστος, ο πολύ μικρός («άπλερο πουλάκι») 2. ο ατροφικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”